- πρόωρος
- anticipé
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
πρόωρος — before the time masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόωρος — η, ο / πρόωρος, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται ή συμβαίνει πριν από την κανονική του ώρα («πρόωρος θάνατος») νεοελλ. φρ. «πρόωρος τοκετός» ιατρ. κάθε τοκετός που συμβαίνει σημαντικά νωρίτερα από την αναμενόμενη κανονική ημερομηνία αρχ. 1. (για προσ.)… … Dictionary of Greek
πρόωρος — η, ο αυτός που γίνεται πριν από την ώρα του: Πρόωρη ανάπτυξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προωρότερον — πρόωρος before the time adverbial comp πρόωρος before the time masc acc comp sg πρόωρος before the time neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προώρως — πρόωρος before the time adverbial πρόωρος before the time masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόωρον — πρόωρος before the time masc/fem acc sg πρόωρος before the time neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προώρου — πρόωρος before the time masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προώρους — πρόωρος before the time masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προώρων — πρόωρος before the time masc/fem/neut gen pl προώρων , προοράω see before one imperf ind act 3rd pl προώρων , προοράω see before one imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προώρῳ — πρόωρος before the time masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόωρα — πρόωρος before the time neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)